maison de retraite
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
maison de retraite | maisons de retraite |
maison de retraite (fr) θηλυκό
- ο οίκος ευγηρίας, το γηροκομείο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maison de retraite | maisons de retraite |
maison de retraite (fr) θηλυκό