οίκος ευγηρίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκος ευγηρίας | οι | οίκοι ευγηρίας |
γενική | του | οίκου ευγηρίας | των | οίκων ευγηρίας |
αιτιατική | τον | οίκο ευγηρίας | τους | οίκους ευγηρίας |
κλητική | οίκε ευγηρίας | οίκοι ευγηρίας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- οίκος ευγηρίας < οίκος (< αρχαία ελληνική οἶκος) + ευγηρίας (< αρχαία ελληνική εὐγηρία)
Προφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαοίκος ευγηρίας αρσενικό
- (λόγιο) γηροκομείο (συνήθως ιδιωτικό)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία οίκος ευγηρίας