οἶκος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | οἶκος | οἴκω | οἶκοι |
Γενική | οἴκου | οἴκοιν | οἴκων |
Δοτική | οἴκῳ | οἴκοιν | οἴκοις |
Αιτιατική | οἶκον | οἴκω | οἴκους |
Κλητική | οἶκε | οἴκω | οἶκοι |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woyḱos / *wéyḱs. Συγγενές με το λατινικό vicus (συγκρότημα κατοικιών) και το (σανσκριτικά) विश् (viś), वेश (veśa: οικία)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
οἶκος αρσενικό
- σπίτι, κατοικία, τόπος διαμονής
- μέρος ενός σπιτιού, δωμάτιο
- για τους θεούς ο ναός
- για ζώα η φωλιά, ο στάβλος κλπ
- το νοικοκυριό, η περιουσία μιας οικογένειας
- η οικογένεια
Επεξεργασία
- οἴκοι επίρρημα, στο σπίτι, στην πατρίδα
- οἴκαδε στο σπίτι, προς το σπίτι, προς την πατρίδα
- οἴκοθεν εκ του οίκου
- οἴκοθι στο σπίτι, κατ΄ οίκον
- οἰκόνδε προς το σπίτι, στο σπίτι
- οἰκία
- το οἰκίον
- οἰκίδιον
- οἰκίσκος
- οἰκίζω
- οἰκεῖος,α,ον και ος,ος,ον και ιωνικός τύπος οἰκήιος,η,ον
- οἰκέτης
- οἰκετεύω
- οἰκετεία
- οἰκετικός, ή, όν
- οἰκειότης
- οἰκειόω
- οἰκέω
- οἰκουμένη
- οἰκεύς
- οἴκημα
- οἴκησις
- οἴκισις
- οἰκισμός
- οἰκητήρ
- οἰκιστήρ
- οἰκήτωρ
- οἰκητής
- οἰκιστής
- οἰκείωσις
- οἰκειωτικός, ή, όν
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- οἰκειοπραγία
- οἰκογενής,ής,ές ( + γίγνομαι)
- οἰκοδόμος
- οἰκοδομέω
- οἰκοδόμημα
- οἰκοδόμησις
- οἰκοδομία
- οἰκοδομή
- οἰκοδομητέον
- οἰκοδομητικός,ή,όν
- οἰκοδομικός,ή,όν
- οἰκονόμος ( + νέμω)
- οἰκονομία και οἰκονομέω
- οἰκονομικός,ή,όν
- οἰκόπεδον ( + πέδον)
- οἰκοποιός,ός, όν ( + ποιέω)
- οἰκόσιτος,ος,ον ( + σῖτος)
- οἰκότριψ ( + τρίβω)
- οἰκουρός ( + οὖρος, φύλακας)
- οἰκουρέω
- οἰκούρημα
- οἰκουρία
- οἰκούριος, ος, ον
- οἰκοφθόρος ( + φθείρω)
- οἰκοφθορέω
- οἰκοφθορία
- οἰκοφύλαξ
- οἰκωφελής, ής, ές
- οἰκωφελία