Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική οἰκιστής οἱ οἰκισταί
      γενική τοῦ οἰκιστοῦ τῶν οἰκιστῶν
      δοτική τῷ οἰκιστ τοῖς οἰκισταῖς
    αιτιατική τὸν οἰκιστήν τοὺς οἰκιστᾱ́ς
     κλητική ! οἰκιστᾰ́ οἰκισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  οἰκιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  οἰκισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰκιστής < οἰκίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰκιστής αρσενικό

  1. ο αρχηγός των εποίκων, ο επικεφαλής της νέας αποικίας
  2. ο ιδρυτής πόλεως

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία