Δείτε επίσης: ἔποικος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η έποικος οι έποικοι
      γενική του/της
του
εποίκου
έποικου
των εποίκων
    αιτιατική τον/την έποικο τους/τις
τους
εποίκους
έποικους
     κλητική έποικε έποικοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έποικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔποικος. Συγχρονικά αναλύεται σε (επί) έπ- + -οικος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.pi.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐ποι‐κος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

έποικος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που συμμετέχει σε εποικισμό, που έχει έρθει και εγκατασταθεί σε άλλη χώρα από τη δική του, ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια που οργανώνεται από ένα κράτος και αποσκοπεί στην αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας περιοχής
    ⮡  Η τουρκική κυβέρνηση έφερε και εγκατέστησε εποίκους από την Ανατολία στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο
    ⮡  Η ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να ιδρυθούν νέοι συνοικισμοί εποίκων στη Δυτική Όχθη.
    → δείτε και τη λέξη  άποικος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις επί και οίκος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία