εποίκιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εποίκιση | οι | εποικίσεις |
γενική | της | εποίκισης* | των | εποικίσεων |
αιτιατική | την | εποίκιση | τις | εποικίσεις |
κλητική | εποίκιση | εποικίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εποικίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εποίκιση < (ελληνιστική κοινή) ἐποίκισις < ἐποικίζω < ἐπί + αρχαία ελληνική οἰκίζω < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεποίκιση θηλυκό
- άλλη μορφή του εποικισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία εποίκιση
|