οἰκίζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαοἰκίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία- οἰκέω (κατοικώ, διοικώ, φέρνω βόλτα νοικοκυριό, αλλά και αποικώ, εποικίζω)
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Μέση-Παθητική Φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | οἰκίζω | οἰκίζομαι |
Παρατατικός | ᾤκιζον | ᾠκιζόμην |
Μέλλοντας | οἰκιῶ | οἰκιοῦμαι και παθητ. οἰκισθήσομαι |
Αόριστος | ᾤκισα (ιωνικός τύπος οἴκισα & επικός τύπος ᾤκισσα ) | ᾠκισάμην και παθητ. ᾠκίσθην |
Παρακείμενος | ᾤκικα | ᾤκισμαι ( ιωνικός τύπος οἴκισμαι) |
Υπερσυντέλικος | ᾠκίκειν | ᾠκίσμην |