Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοικίζω < αρχαία ελληνική κατοικίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατοικίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατοικίζω < κατά + οἰκίζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατοικίζω ( & κατοικέω)


Σύνθετα επεξεργασία