Ετυμολογία

επεξεργασία

εναποθέτω (παθητική φωνή: εναποτίθεμαι)

  1. θέτω κάτι κάπου σωρευτικά, συγκεντρώνω
  2. αναθέτω, δίνω, αφήνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία