εναποθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εναποθέτω < ελληνιστική κοινή ἐναποτίθημι < αρχαία ελληνική ἐν + ἀποτίθημι < ἀπό + τίθημι. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + αποθέτω
Ρήμα
επεξεργασίαεναποθέτω (παθητική φωνή: εναποτίθεμαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εναποθέτω | εναπέθετα | θα εναποθέτω | να εναποθέτω | εναποθέτοντας | |
β' ενικ. | εναποθέτεις | εναπέθετες | θα εναποθέτεις | να εναποθέτεις | εναπόθετε | |
γ' ενικ. | εναποθέτει | εναπέθετε | θα εναποθέτει | να εναποθέτει | ||
α' πληθ. | εναποθέτουμε | εναποθέταμε | θα εναποθέτουμε | να εναποθέτουμε | ||
β' πληθ. | εναποθέτετε | εναποθέτατε | θα εναποθέτετε | να εναποθέτετε | εναποθέτετε | |
γ' πληθ. | εναποθέτουν(ε) | εναπέθεταν εναποθέταν(ε) |
θα εναποθέτουν(ε) | να εναποθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εναπέθεσα | θα εναποθέσω | να εναποθέσω | εναποθέσει | ||
β' ενικ. | εναπέθεσες | θα εναποθέσεις | να εναποθέσεις | εναπόθεσε | ||
γ' ενικ. | εναπέθεσε | θα εναποθέσει | να εναποθέσει | |||
α' πληθ. | εναποθέσαμε | θα εναποθέσουμε | να εναποθέσουμε | |||
β' πληθ. | εναποθέσατε | θα εναποθέσετε | να εναποθέσετε | εναποθέστε | ||
γ' πληθ. | εναπέθεσαν εναποθέσαν(ε) |
θα εναποθέσουν(ε) | να εναποθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εναποθέσει | είχα εναποθέσει | θα έχω εναποθέσει | να έχω εναποθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις εναποθέσει | είχες εναποθέσει | θα έχεις εναποθέσει | να έχεις εναποθέσει | ||
γ' ενικ. | έχει εναποθέσει | είχε εναποθέσει | θα έχει εναποθέσει | να έχει εναποθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εναποθέσει | είχαμε εναποθέσει | θα έχουμε εναποθέσει | να έχουμε εναποθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε εναποθέσει | είχατε εναποθέσει | θα έχετε εναποθέσει | να έχετε εναποθέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εναποθέσει | είχαν εναποθέσει | θα έχουν εναποθέσει | να έχουν εναποθέσει |
|