consign
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | consign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | consigns |
αόριστος | consigned |
παθητική μετοχή | consigned |
ενεργητική μετοχή | consigning |
Ρήμα επεξεργασία
consign (en)
- παραδίδω, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
- αποστέλλω (για εμπόρευμα)