ενεστώτας consign
γ΄ ενικό ενεστώτα consigns
αόριστος consigned
παθητική μετοχή consigned
ενεργητική μετοχή consigning

consign (en)

  1. παραδίδω, εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
  2. αποστέλλω (για εμπόρευμα)