αποστέλλω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστέλλω < αρχαία ελληνική ἀποστέλλω < ἀπό + στέλλω
Ρήμα
επεξεργασίααποστέλλω (παθητική φωνή: αποστέλλομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- απεσταλμένος
- αποστελλόμενος
- αποστολή
- ξαποστέλλω
- → δείτε τις λέξεις από και στέλλω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστέλλω | απέστελλα | θα αποστέλλω | να αποστέλλω | αποστέλλοντας | |
β' ενικ. | αποστέλλεις | απέστελλες | θα αποστέλλεις | να αποστέλλεις | απόστελλε | |
γ' ενικ. | αποστέλλει | απέστελλε | θα αποστέλλει | να αποστέλλει | ||
α' πληθ. | αποστέλλουμε | αποστέλλαμε | θα αποστέλλουμε | να αποστέλλουμε | ||
β' πληθ. | αποστέλλετε | αποστέλλατε | θα αποστέλλετε | να αποστέλλετε | αποστέλλετε | |
γ' πληθ. | αποστέλλουν(ε) | απέστελλαν αποστέλλαν(ε) |
θα αποστέλλουν(ε) | να αποστέλλουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέστειλα | θα αποστείλω | να αποστείλω | αποστείλει | ||
β' ενικ. | απέστειλες | θα αποστείλεις | να αποστείλεις | απόστειλε | ||
γ' ενικ. | απέστειλε | θα αποστείλει | να αποστείλει | |||
α' πληθ. | αποστείλαμε | θα αποστείλουμε | να αποστείλουμε | |||
β' πληθ. | αποστείλατε | θα αποστείλετε | να αποστείλετε | αποστείλτε | ||
γ' πληθ. | απέστειλαν αποστείλαν(ε) |
θα αποστείλουν(ε) | να αποστείλουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστείλει | είχα αποστείλει | θα έχω αποστείλει | να έχω αποστείλει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστείλει | είχες αποστείλει | θα έχεις αποστείλει | να έχεις αποστείλει | έχε αποσταλμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποστείλει | είχε αποστείλει | θα έχει αποστείλει | να έχει αποστείλει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστείλει | είχαμε αποστείλει | θα έχουμε αποστείλει | να έχουμε αποστείλει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστείλει | είχατε αποστείλει | θα έχετε αποστείλει | να έχετε αποστείλει | έχετε αποσταλμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποστείλει | είχαν αποστείλει | θα έχουν αποστείλει | να έχουν αποστείλει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποσταλμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποσταλμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποσταλμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποσταλμένο |