Δείτε επίσης: στέλνω, στέλλομαι
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  στέλλω 
Παρατατικός  ἔστελλον 
Μέλλοντας  (στελώ) 
Αόριστος  ἔστειλα 
Παρακείμενος  ἔσταλκα 
Υπερσυντέλικος  ἐστάλκειν 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

επεξεργασία

στέλλω

  1. πέμπω, στέλνω
  2. αναχωρώ, ετοιμάζομαι να φύγω (στην ενεργητική φωνή, αλλά ως αμετάβατο). ετοιμάζω στρατό ή στόλο, παρασκευάζω

λείπει η κλίση

  • Στην κλίση είναι σε παρένθεση όσοι τύποι είναι αδόκιμοι ή απαντώνται μόνον σε σύνθετες μορφές, π.χ. του αποστέλλω και υποστέλλω

Συγγενικά

επεξεργασία