γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σταλτικός σταλτική τὸ σταλτικόν
      γενική τοῦ σταλτικοῦ τῆς σταλτικῆς τοῦ σταλτικοῦ
      δοτική τῷ σταλτικ τῇ σταλτικ τῷ σταλτικ
    αιτιατική τὸν σταλτικόν τὴν σταλτικήν τὸ σταλτικόν
     κλητική ! σταλτικέ σταλτική σταλτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σταλτικοί αἱ σταλτικαί τὰ σταλτικᾰ́
      γενική τῶν σταλτικῶν τῶν σταλτικῶν τῶν σταλτικῶν
      δοτική τοῖς σταλτικοῖς ταῖς σταλτικαῖς τοῖς σταλτικοῖς
    αιτιατική τοὺς σταλτικούς τὰς σταλτικᾱ́ς τὰ σταλτικᾰ́
     κλητική ! σταλτικοί σταλτικαί σταλτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σταλτικώ τὼ σταλτικᾱ́ τὼ σταλτικώ
      γεν-δοτ τοῖν σταλτικοῖν τοῖν σταλτικαῖν τοῖν σταλτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλτικός, ήδη στον Αριστοτέλη < θέμα σταλ- (ρήμα στέλλω) + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταλτικός, -ή, -όν, υπερθετικός: σταλτικώτατος

Συγγενικά

επεξεργασία

με -σταλτικός:

→ και δείτε τη λέξη στέλλω