↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συσταλτικός η συσταλτική το συσταλτικό
      γενική του συσταλτικού της συσταλτικής του συσταλτικού
    αιτιατική τον συσταλτικό τη συσταλτική το συσταλτικό
     κλητική συσταλτικέ συσταλτική συσταλτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συσταλτικοί οι συσταλτικές τα συσταλτικά
      γενική των συσταλτικών των συσταλτικών των συσταλτικών
    αιτιατική τους συσταλτικούς τις συσταλτικές τα συσταλτικά
     κλητική συσταλτικοί συσταλτικές συσταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσταλτικός < παθητικό θέμα συσταλ- (ρήμα συστέλλω) + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contractif (με διαφορετική σημασία το ελληνιστικό συσταλτικός (καταθλιπτικός)).[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.stal.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐σταλ‐τι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

συσταλτικός, -ή, -ό

  1. που μπορεί να συστείλει
  2. (νομικός όρος) που περιορίζει τον χώρο ισχύος (νόμου, διατάγματος)
    ⮡  συσταλτική ερμηνεία του νόμου

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συστέλλω, συν και στέλνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συσταλτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. συσταλτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική συσταλτικός συσταλτική τὸ συσταλτικόν
      γενική τοῦ συσταλτικοῦ τῆς συσταλτικῆς τοῦ συσταλτικοῦ
      δοτική τῷ συσταλτικ τῇ συσταλτικ τῷ συσταλτικ
    αιτιατική τὸν συσταλτικόν τὴν συσταλτικήν τὸ συσταλτικόν
     κλητική ! συσταλτικέ συσταλτική συσταλτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ συσταλτικοί αἱ συσταλτικαί τὰ συσταλτικᾰ́
      γενική τῶν συσταλτικῶν τῶν συσταλτικῶν τῶν συσταλτικῶν
      δοτική τοῖς συσταλτικοῖς ταῖς συσταλτικαῖς τοῖς συσταλτικοῖς
    αιτιατική τοὺς συσταλτικούς τὰς συσταλτικᾱ́ς τὰ συσταλτικᾰ́
     κλητική ! συσταλτικοί συσταλτικαί συσταλτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συσταλτικώ τὼ συσταλτικᾱ́ τὼ συσταλτικώ
      γεν-δοτ τοῖν συσταλτικοῖν τοῖν συσταλτικαῖν τοῖν συσταλτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συσταλτικός (ελληνιστική κοινή) < θεμα συσταλ- (< αρχαία ελληνική συστέλλω) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε συ- + σταλτικός (< σταλ- (στέλλω + -τικός).

  Επίθετο

επεξεργασία

συσταλτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συστέλλω, σταλτικός, σύν και στέλλω