καταθλιπτικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
καταθλιπτικός
- (τεχνολογία) σχετικός με κατάθλιψη, που χρησιμοποιεί πίεση ή συμπίεση
- ※ καταθλιπτική αντλία
- ※ καταθλιπτικός αγωγός
- (ψυχιατρική) που πάσχει από κατάθλιψη
- ※ καταθλιπτικός ασθενής
- που προκαλεί μελαγχολικά-αρνητικά συναισθήματα
- ※ καταθλιπτικός πίνακας
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- καταπιεστικός
- ψυχοπλακωτικός (κατά περίπτωση)
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταθλιπτικός