καταπιεστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακαταπιεστικός, -ή, -ό
- που καταπιέζει
Συγγενικά
επεξεργασία- καταπιεστικά
- → δείτε τις λέξεις καταπιέζω, κατά και πιέζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπιεστικός
Δείτε επίσης : καταπειστικός |
καταπιεστικός, -ή, -ό