καταπειστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταπειστικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική καταπειστικός[1] < ελληνιστική κοινή κατάπεισις < καταπείθω < κατά + αρχαία ελληνική πείθω
Επίθετο επεξεργασία
καταπειστικός
- (λόγιο) που καταπείθει, που πείθει εντελώς
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταπειστικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καταπειστικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)