↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μελαγχολικός η μελαγχολική το μελαγχολικό
      γενική του μελαγχολικού της μελαγχολικής του μελαγχολικού
    αιτιατική τον μελαγχολικό τη μελαγχολική το μελαγχολικό
     κλητική μελαγχολικέ μελαγχολική μελαγχολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μελαγχολικοί οι μελαγχολικές τα μελαγχολικά
      γενική των μελαγχολικών των μελαγχολικών των μελαγχολικών
    αιτιατική τους μελαγχολικούς τις μελαγχολικές τα μελαγχολικά
     κλητική μελαγχολικοί μελαγχολικές μελαγχολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελαγχολικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελαγχολικός < μελαγχολ(ία) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.laŋ.xo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐λαγ‐χο‐λι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

μελαγχολικός, -ή, -ό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μελαγχολικός μελαγχολική τὸ μελαγχολικόν
      γενική τοῦ μελαγχολικοῦ τῆς μελαγχολικῆς τοῦ μελαγχολικοῦ
      δοτική τῷ μελαγχολικ τῇ μελαγχολικ τῷ μελαγχολικ
    αιτιατική τὸν μελαγχολικόν τὴν μελαγχολικήν τὸ μελαγχολικόν
     κλητική ! μελαγχολικέ μελαγχολική μελαγχολικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μελαγχολικοί αἱ μελαγχολικαί τὰ μελαγχολικᾰ́
      γενική τῶν μελαγχολικῶν τῶν μελαγχολικῶν τῶν μελαγχολικῶν
      δοτική τοῖς μελαγχολικοῖς ταῖς μελαγχολικαῖς τοῖς μελαγχολικοῖς
    αιτιατική τοὺς μελαγχολικούς τὰς μελαγχολικᾱ́ς τὰ μελαγχολικᾰ́
     κλητική ! μελαγχολικοί μελαγχολικαί μελαγχολικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μελαγχολικώ τὼ μελαγχολικᾱ́ τὼ μελαγχολικώ
      γεν-δοτ τοῖν μελαγχολικοῖν τοῖν μελαγχολικαῖν τοῖν μελαγχολικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μελαγχολικός < μελαγχολ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

μελαγχολικός, -ή, -όν

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μελάγχολος, μέλος και χολή