μελάγχολος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ μελάγχολος | τὸ μελάγχολον | οἱ, αἱ μελάγχολοι | τὰ μελάγχολα |
Γενική | τοῦ, τῆς μελαγχόλου | τοῦ μελαγχόλου | τῶν μελαγχόλων | τῶν μελαγχόλων |
Δοτική | τῷ, τῇ μελαγχόλῳ | τῷ μελαγχόλῳ | τοῖς, ταῖς μελαγχόλοις | τοῖς μελαγχόλοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν μελάγχολον | τὸ μελάγχολον | τοὺς, τὰς μελαγχόλους | τὰ μελάγχολα |
Κλητική | μελάγχολε | μελάγχολον | μελάγχολοι | μελάγχολα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | μελαγχόλω | |||
Γενική-Δοτική | μελαγχόλοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαμελάγχολος, -ος, -ον
- που έχει βουτηχτεί σε μαύρη χολή
- (κατ’ επέκταση) δηλητηριώδης