Δείτε επίσης: χωλή, χωλοί, χόλοι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολή οι χολές
      γενική της χολής των χολών
    αιτιατική τη χολή τις χολές
     κλητική χολή χολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xoˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐λή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χολή θηλυκό

  1. (ανατομία) η χοληδόχος κύστη
  2. πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι
  3. (μεταφορικά) κακία
  4. μιλούσε και τα λόγια του έσταζαν χολή

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία