χοληδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | χοληδόχος | το | χοληδόχο | ||
γενική | του/της | χοληδόχου | του | χοληδόχου | ||
αιτιατική | τον/τη | χοληδόχο | το | χοληδόχο | ||
κλητική | χοληδόχε | χοληδόχο | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | χοληδόχοι | τα | χοληδόχα | ||
γενική | των | χοληδόχων | των | χοληδόχων | ||
αιτιατική | τους/τις | χοληδόχους | τα | χοληδόχα | ||
κλητική | χοληδόχοι | χοληδόχα | ||||
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χοληδόχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοληδόχος[1] < (χολή) χολη- + -δόχος (δέχομαι)
Επίθετο
επεξεργασίαχοληδόχος, -ος, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοληδόχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χοληδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχοληδόχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- χοληδόχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοληδόχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.