↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η χοληδόχος το χοληδόχο
      γενική του/της χοληδόχου του χοληδόχου
    αιτιατική τον/τη χοληδόχο το χοληδόχο
     κλητική χοληδόχε χοληδόχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοληδόχοι τα χοληδόχα
      γενική των χοληδόχων των χοληδόχων
    αιτιατική τους/τις χοληδόχους τα χοληδόχα
     κλητική χοληδόχοι χοληδόχα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοληδόχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοληδόχος[1] < (χολή) χολη- + -δόχος (δέχομαι)

  Επίθετο

επεξεργασία

χοληδόχος, -ος, -ο

  • (ανατομία) που περιέχει ή που δέχεται χολή
    χοληδόχος κύστη, χοληδόχος πόρος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / χοληδόχος τὸ χοληδόχον
      γενική τοῦ/τῆς χοληδόχου τοῦ χοληδόχου
      δοτική τῷ/τῇ χοληδόχ τῷ χοληδόχ
    αιτιατική τὸν/τὴν χοληδόχον τὸ χοληδόχον
     κλητική ! χοληδόχε χοληδόχον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ χοληδόχοι τὰ χοληδόχ
      γενική τῶν χοληδόχων τῶν χοληδόχων
      δοτική τοῖς/ταῖς χοληδόχοις τοῖς χοληδόχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς χοληδόχους τὰ χοληδόχ
     κλητική ! χοληδόχοι χοληδόχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ χοληδόχω τὼ χοληδόχω
      γεν-δοτ τοῖν χοληδόχοιν τοῖν χοληδόχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χοληδόχος < αρχαία ελληνική χολή) χολη- + -δόχος (δέχομαι)[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χοληδόχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.