κύστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κύστη | οι | κύστεις |
γενική | της | κύστης* | των | κύστεων |
αιτιατική | την | κύστη | τις | κύστεις |
κλητική | κύστη | κύστεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κύστεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κύστη < αρχαία ελληνική κύστις < κύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱeuh₁- (φουσκώνω, πρήζομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακύστη θηλυκό
- (ανατομία) υμενώδης θύλακος του σώματος, όπου συλλέγεται οργανικό υγρό, π.χ. ουροδόχος κύστη
- θύλακας ελαστικός, φούσκα
- νεόπλασμα, όγκος με μορφή κύστεως
- ειδική σακούλα που γεμίζει με κάτι (π.χ. κρύο νερό, πάγο κ.λπ.) και χρησιμοποιείται για ιατρικούς ή άλλους λόγους
- → δείτε τη λέξη παγοκύστη
Συγγενικά
επεξεργασία- κυσταδενοκαρκίνωμα
- κυσταδένωμα
- κυσταθειονίνη
- κυσταθειονινουρία
- κυσταλγία
- κυστεΐνη
- κυστεκτασία
- κυστεκτομή
- κυστεογραφία
- κυστεοειδής
- κυστεοεντερικός
- κυστεοκαρκίνωμα
- κυστεοκήλη
- κυστεοκολπικός
- κυστεοκολπίτιδα
- κυστεόμετρο
- κυστεομητρικός
- κυστεόμορφος
- κυστεονεφρίτιδα
- κυστεονωτιαίος
- κυστεοουρηθρογραφία
- κυστεοουρηθροσκόπιο
- κυστεοουρητηρικός
- κυστεοπηξία
- κυστεοπλαστική
- κυστεοπληγία
- κυστεοπροστατικός
- κυστεοπροστατίτιδα
- κυστεοπρωκτοστομία
- κυστεορραφή
- κυστεοσάρκωμα
- κυστεοσκόπηση
- κυστεοσπονδυλικός
- κυστεοστομία
- κυστεοτομή
- κυστεοτομία
- κυστεοτραχηλικός
- κυστίδιο
- κυστίκερκος
- κυστικέρκωση
- κυστικός
- κυστίνη
- κυστινουρία
- κυστίνωση
- κυστίτιδα
- κυστοειδής
- κυστόκαρπος
- κυστοπάθεια
- κυστοπτωσία
- κυστορραγία
- κυστοσκόπηση
- κυστοτομία
- παγοκύστη
- χολοκυστίτιδα
- χολοκυστογραφία
Δείτε επίσης
επεξεργασία- κύστη στη Βικιπαίδεια