Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοκήλη οι κυστεοκήλες
      γενική της κυστεοκήλης
    αιτιατική την κυστεοκήλη τις κυστεοκήλες
     κλητική κυστεοκήλη κυστεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυστεοκήλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυστεοκήλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία