↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυστεοκήλη οι κυστεοκήλες
      γενική της κυστεοκήλης
    αιτιατική την κυστεοκήλη τις κυστεοκήλες
     κλητική κυστεοκήλη κυστεοκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυστεοκήλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κυστεοκήλη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία