κυστεοκολπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυστεοκολπικός < κύστη + -ο- + κολπικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vesicovaginal)
Επίθετο επεξεργασία
κυστεοκολπικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυστεοκολπικός
κυστεοκολπικός, -ή, -ό