κολπικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κολπικός | η | κολπική | το | κολπικό |
γενική | του | κολπικού | της | κολπικής | του | κολπικού |
αιτιατική | τον | κολπικό | την | κολπική | το | κολπικό |
κλητική | κολπικέ | κολπική | κολπικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κολπικοί | οι | κολπικές | τα | κολπικά |
γενική | των | κολπικών | των | κολπικών | των | κολπικών |
αιτιατική | τους | κολπικούς | τις | κολπικές | τα | κολπικά |
κλητική | κολπικοί | κολπικές | κολπικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κολπικός < κόλπος
Επίθετο
επεξεργασίακολπικός
- που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
- κολπικά υγρά
- που αναφέρεται στον κόλπο της καρδιάς
- κολπική μαρμαρυγή
Μεταφράσεις
επεξεργασία που αναφέρεται στον κόλπο της καρδιάς
|