vaginal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
vaginal (en)
- κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
- ↪ vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaginal | vaginals |
θηλυκό | vaginale | vaginales |
vaginal (fr)