καρδιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καρδιά | οι | καρδιές |
γενική | της | καρδιάς | των | καρδιών |
αιτιατική | την | καρδιά | τις | καρδιές |
κλητική | καρδιά | καρδιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρδιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καρδιά < καρδία, με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] < αρχαία ελληνική καρδία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾˈðʝa/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : καρ‐διά
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιά θηλυκό
- (ανατομία) μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος
- (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά
- ⮡ Έβαλε το χέρι του στην καρδιά.
- (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- ⮡ Τον αγαπάει με όλη της την καρδιά.
- ⮡ Έχει τόσα λουλούδια στον κήπο της, να χαρεί η καρδιά σου.
- (μεταφορικά) το κέντρο, το κεντρικό μέρος ενός αντικειμένου ή χώρου
- ⮡ η καρδιά του αντιδραστήρα
- (μεταφορικά) η ουσία, ο βασικός πυρήνας
- ⮡ στην καρδιά του προβλήματος
- το μέσο μιας χρονικής περιόδου
- ⮡ Είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού, κάνει φοβερή ζέστη.
- (βοτανική) το εσωτερικό μέρος των καρπών ή των φυτών
- ⮡ σαν την καρδιά ενός μαρουλιού
- διάθεση, επιθυμία
- ⮡ δε μου κάνει καρδιά να φύγω
- θάρρος
- ⮡ Εμπρός, με καρδιά, να καταλάβουμε το ύψωμα.
- το καθιερωμένο σύμβολο της καρδιάς και του έρωτα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαεκφράσεις με 'καρδιά'
- αγγίζω την καρδιά κάποιου
- αγκάθι στην καρδιά
- αγνή καρδιά
- αδούλωτη καρδιά
- ακούω την καρδιά μου
- ανάβω καρδιές
- ανάβω φωτιά στην καρδιά
- άνθρωπος χωρίς καρδιά
- ανοίγει η καρδιά μου, βλ. ανοίγει η ψυχή μου
- ανοίγω την καρδιά μου
- άπονη καρδιά
- από καρδιάς και εκ καρδίας
- από τα βάθη της καρδιάς μου, βλ. από τα βάθη της ψυχής μου
- άστατη καρδιά
- αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει
- βάζω το χέρι στην καρδιά
- βαραίνω την καρδιά κάποιου
- βασίλισσα στην καρδιά μου
- βάστα καρδιά!
- βγαίνει η καρδιά μου
- γελάω με την καρδιά μου
- γίνεται κομμάτια η καρδιά μου ή κάνω την καρδιά κομμάτια
- δεν το βαστά(ει) η καρδιά μου ή δεν μου βαστά(ει) η καρδιά να
- δεν μου κάνει καρδιά να
- δίνω το αίμα της καρδιάς μου
- εκ βάθους καρδίας
- εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας
- εκλεκτός της καρδιάς ή εκλεκτή της καρδιάς
- ελαφρά τη καρδία / ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ
- έξω καρδιά
- έξω φτώχεια και καλή καρδιά!
- έχω ατσάλινη καρδιά ή έχω καρδιά ατσάλι
- έχω γενναία καρδιά
- έχω καθαρή καρδιά
- έχω καρδιά αγκινάρα
- έχω καρδιά μπαξέ
- έχω καρδιά (από) μάρμαρο
- έχω καρδιά (σαν) πέτρα
- έχω μαράζι στην καρδιά
- έχω/είναι μεγάλη καρδιά
- έχω (κάποιον) (μες) στην καρδιά μου ή έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου
- έχω την καρδιά μου ή έχω καρδιά: υποφέρω από την καρδιά μου
- έχω λάβρα στην καρδία μου
- έχω πίκρα στην καρδία μου
- έχω φαρμάκι στην καρδιά μου
- η καρδιά μου κάνει τικ τακ
- η καρδιά μου το ξέρει!
- η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο
- θα έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την καρδιά μου!
- ζω στην καρδιά κάποιου
- καίω καρδιές
- καλή καρδιά!
- καλή καρδιά και λίγη γνώση
- κάνω καρδιά
- κάνω πέτρα την καρδιά μου
- κάνω την καρδιά περιβόλι
- καρδιά μου! ή καρδούλα μου!
- καρδιά μάλαμα!
- κατακτώ/κλέβω/καίω/κερδίζω/παίρνω την καρδιά κάποιου
- κλαίει η καρδιά μου
- κλείνω στην καρδιά μου κάποιον/κάτι
- κλοτσάει η καρδιά μου
- κρύα χέρια, ζεστή καρδιά
- κρύωσε η καρδιά μου
- λόγια της καρδιάς
- ματώνει η καρδιά μου
- μαυρίζει η καρδιά μου
- μαχαίρι στην καρδιά
- με βαριά καρδιά ή με κρύα καρδιά ή με μισή καρδιά
- με μια ψυχή, με μια καρδιά
- με όλη μου την καρδιά
- με την καρδιά μου
- με τι καρδιά;
- με το χέρι στην καρδιά
- μιλάω στην καρδιά κάποιου
- μου βαραίνει την καρδιά
- ξεριζώνω την καρδιά κάποιου
- ξυπνάει η καρδιά μου
- όσο θα χτυπάει η καρδιά μου
- ό,τι ποθεί η καρδιά μου ή ό,τι λαχταρά η καρδιά μου ή ό,τι τραβάει η καρδιά μου
- πάει να σπάσει η καρδιά μου
- πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της
- πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη
- πικραίνω την καρδιά κάποιου
- ραγίζω την καρδιά κάποιου ή ραγίζει η καρδιά μου
- σιχαίνεται η καρδιά μου κάποιον
- σκίζω την καρδιά κάποιου
- σκληρή καρδιά
- σπαράζει η καρδιά μου
- σπαρταράει η καρδιά μου
- στάζει η καρδιά μου αίμα
- σταματάει η καρδιά μου
- στην καρδιά του χειμώνα ή της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου
- σφίγγεται η καρδιά μου
- τα μύχια της καρδιάς
- τα φύλλα της καρδιάς
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί
- το έχω βάρος στην καρδιά μου ή έχω βάρος στην καρδιά μου
- το λέει η καρδιά μου ή το λέει η καρδούλα μου, βλ. το λέει η ψυχή μου
- τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της
- το χέρι της καρδιάς
- τραβάει η καρδιά μου (κάτι), βλ. τραβάει η ψυχή μου (κάτι)
- τρέμει η καρδιά μου
- υγεία και καλή καρδιά!
- φεύγω από καρδιά ή φεύγω απ' την καρδιά: πεθαίνω λόγω ανακοπής καρδιάς
- χαλάω την καρδιά μου, βλ. χαλάω τη ζαχαρένια μου
- χαρίζω την καρδιά μου
- χρυσή καρδιά!
- χτυπάει η καρδία μου
- ψυχραίνονται οι καρδιές μας
Παροιμίες
επεξεργασία- βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του
- θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά
- κάλλιο κόμπο στο πουγκί παρά κόμπο στην καρδιά
Παράγωγα
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
καρδ-
καρδ-
Σύνθετα
επεξεργασία- καρδιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα καρδιο- στο Βικιλεξικό όπως καρδιαλγία, καρδιογράφημα, καρδιόσχημος
- -καρδία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -καρδία στο Βικιλεξικό όπως βραδυκαρδία, μικροκαρδία
και
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- καρδιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία όργανο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καρδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- καρδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρδιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'καρδιά'.
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρδιά < καρδία, με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καρδία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρδιά θηλυκό
- άλλη μορφή του καρδία
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ καρδιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας