serce
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | serce | serca |
γενική | serca | serc |
δοτική | sercu | sercom |
αιτιατική | serce | serca |
οργανική | sercem | sercami |
τοπική | sercu | sercach |
κλητική | serce | serca |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαserce (pl) ουδέτερο
- η καρδιά