Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκαρδιωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποκαρδιωτικ
ός
η
αποκαρδιωτικ
ή
το
αποκαρδιωτικ
ό
γενική
του
αποκαρδιωτικ
ού
της
αποκαρδιωτικ
ής
του
αποκαρδιωτικ
ού
αιτιατική
τον
αποκαρδιωτικ
ό
την
αποκαρδιωτικ
ή
το
αποκαρδιωτικ
ό
κλητική
αποκαρδιωτικ
έ
αποκαρδιωτικ
ή
αποκαρδιωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποκαρδιωτικ
οί
οι
αποκαρδιωτικ
ές
τα
αποκαρδιωτικ
ά
γενική
των
αποκαρδιωτικ
ών
των
αποκαρδιωτικ
ών
των
αποκαρδιωτικ
ών
αιτιατική
τους
αποκαρδιωτικ
ούς
τις
αποκαρδιωτικ
ές
τα
αποκαρδιωτικ
ά
κλητική
αποκαρδιωτικ
οί
αποκαρδιωτικ
ές
αποκαρδιωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποκαρδιωτικός
<
αποκαρδιώνω
Επίθετο
επεξεργασία
αποκαρδιωτικός
που αποθαρρύνει, που
απογοητεύει
Συγγενικά
επεξεργασία
αποκαρδιωτικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποκαρδιωτικός
αγγλικά
:
disheartening
(en)
γαλλικά
:
décourageant
(fr)
,
démoralisant
(fr)