αποκαρδιωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποκαρδιωτικός < αποκαρδιώνω
Επίθετο επεξεργασία
αποκαρδιωτικός
- που αποθαρρύνει, που απογοητεύει
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκαρδιωτικός
αποκαρδιωτικός