αποκαρδιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκαρδιώνω < απο- + καρδ(ία) + -ώνω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dishearten[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.kaɾ.ðiˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός :‐α‐πο‐καρ‐δι‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίααποκαρδιώνω, αόρ.: αποκαρδίωσα, παθ.φωνή: αποκαρδιώνομαι, π.αόρ.: αποκαρδιώθηκα, μτχ.π.π.: αποκαρδιωμένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις από και καρδιά
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαρδιώνω | αποκαρδίωνα | θα αποκαρδιώνω | να αποκαρδιώνω | αποκαρδιώνοντας | |
β' ενικ. | αποκαρδιώνεις | αποκαρδίωνες | θα αποκαρδιώνεις | να αποκαρδιώνεις | αποκαρδίωνε | |
γ' ενικ. | αποκαρδιώνει | αποκαρδίωνε | θα αποκαρδιώνει | να αποκαρδιώνει | ||
α' πληθ. | αποκαρδιώνουμε | αποκαρδιώναμε | θα αποκαρδιώνουμε | να αποκαρδιώνουμε | ||
β' πληθ. | αποκαρδιώνετε | αποκαρδιώνατε | θα αποκαρδιώνετε | να αποκαρδιώνετε | αποκαρδιώνετε | |
γ' πληθ. | αποκαρδιώνουν(ε) | αποκαρδίωναν αποκαρδιώναν(ε) |
θα αποκαρδιώνουν(ε) | να αποκαρδιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκαρδίωσα | θα αποκαρδιώσω | να αποκαρδιώσω | αποκαρδιώσει | ||
β' ενικ. | αποκαρδίωσες | θα αποκαρδιώσεις | να αποκαρδιώσεις | αποκαρδίωσε | ||
γ' ενικ. | αποκαρδίωσε | θα αποκαρδιώσει | να αποκαρδιώσει | |||
α' πληθ. | αποκαρδιώσαμε | θα αποκαρδιώσουμε | να αποκαρδιώσουμε | |||
β' πληθ. | αποκαρδιώσατε | θα αποκαρδιώσετε | να αποκαρδιώσετε | αποκαρδιώστε | ||
γ' πληθ. | αποκαρδίωσαν αποκαρδιώσαν(ε) |
θα αποκαρδιώσουν(ε) | να αποκαρδιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποκαρδιώσει | είχα αποκαρδιώσει | θα έχω αποκαρδιώσει | να έχω αποκαρδιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποκαρδιώσει | είχες αποκαρδιώσει | θα έχεις αποκαρδιώσει | να έχεις αποκαρδιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποκαρδιώσει | είχε αποκαρδιώσει | θα έχει αποκαρδιώσει | να έχει αποκαρδιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκαρδιώσει | είχαμε αποκαρδιώσει | θα έχουμε αποκαρδιώσει | να έχουμε αποκαρδιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποκαρδιώσει | είχατε αποκαρδιώσει | θα έχετε αποκαρδιώσει | να έχετε αποκαρδιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκαρδιώσει | είχαν αποκαρδιώσει | θα έχουν αποκαρδιώσει | να έχουν αποκαρδιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποκαρδιώνομαι | αποκαρδιωνόμουν(α) | θα αποκαρδιώνομαι | να αποκαρδιώνομαι | ||
β' ενικ. | αποκαρδιώνεσαι | αποκαρδιωνόσουν(α) | θα αποκαρδιώνεσαι | να αποκαρδιώνεσαι | ||
γ' ενικ. | αποκαρδιώνεται | αποκαρδιωνόταν(ε) | θα αποκαρδιώνεται | να αποκαρδιώνεται | ||
α' πληθ. | αποκαρδιωνόμαστε | αποκαρδιωνόμαστε αποκαρδιωνόμασταν |
θα αποκαρδιωνόμαστε | να αποκαρδιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | αποκαρδιώνεστε | αποκαρδιωνόσαστε αποκαρδιωνόσασταν |
θα αποκαρδιώνεστε | να αποκαρδιώνεστε | (αποκαρδιώνεστε) | |
γ' πληθ. | αποκαρδιώνονται | αποκαρδιώνονταν αποκαρδιωνόντουσαν |
θα αποκαρδιώνονται | να αποκαρδιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποκαρδιώθηκα | θα αποκαρδιωθώ | να αποκαρδιωθώ | αποκαρδιωθεί | ||
β' ενικ. | αποκαρδιώθηκες | θα αποκαρδιωθείς | να αποκαρδιωθείς | αποκαρδιώσου | ||
γ' ενικ. | αποκαρδιώθηκε | θα αποκαρδιωθεί | να αποκαρδιωθεί | |||
α' πληθ. | αποκαρδιωθήκαμε | θα αποκαρδιωθούμε | να αποκαρδιωθούμε | |||
β' πληθ. | αποκαρδιωθήκατε | θα αποκαρδιωθείτε | να αποκαρδιωθείτε | αποκαρδιωθείτε | ||
γ' πληθ. | αποκαρδιώθηκαν αποκαρδιωθήκαν(ε) |
θα αποκαρδιωθούν(ε) | να αποκαρδιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποκαρδιωθεί | είχα αποκαρδιωθεί | θα έχω αποκαρδιωθεί | να έχω αποκαρδιωθεί | αποκαρδιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποκαρδιωθεί | είχες αποκαρδιωθεί | θα έχεις αποκαρδιωθεί | να έχεις αποκαρδιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποκαρδιωθεί | είχε αποκαρδιωθεί | θα έχει αποκαρδιωθεί | να έχει αποκαρδιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποκαρδιωθεί | είχαμε αποκαρδιωθεί | θα έχουμε αποκαρδιωθεί | να έχουμε αποκαρδιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποκαρδιωθεί | είχατε αποκαρδιωθεί | θα έχετε αποκαρδιωθεί | να έχετε αποκαρδιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποκαρδιωθεί | είχαν αποκαρδιωθεί | θα έχουν αποκαρδιωθεί | να έχουν αποκαρδιωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποκαρδιωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποκαρδιωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποκαρδιωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποκαρδιωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποκαρδιωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποκαρδιωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποκαρδιωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποκαρδιωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκαρδιώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποκαρδιώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας