Ετυμολογία

επεξεργασία
αποκαρδιώνω < απο- + καρδ(ία) + -ώνω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dishearten[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.po.kaɾ.ðiˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐α‐πο‐καρ‐δι‐ώ‐νω

αποκαρδιώνω, αόρ.: αποκαρδίωσα, παθ.φωνή: αποκαρδιώνομαι, π.αόρ.: αποκαρδιώθηκα, μτχ.π.π.: αποκαρδιωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις από και καρδιά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία