εγκαρδιώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαρδιώνω < μεσαιωνική ελληνική εγκαρδιώνω < εγκάρδιος
Ρήμα
επεξεργασίαεγκαρδιώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαρδιώνω | εγκαρδίωνα | θα εγκαρδιώνω | να εγκαρδιώνω | εγκαρδιώνοντας | |
β' ενικ. | εγκαρδιώνεις | εγκαρδίωνες | θα εγκαρδιώνεις | να εγκαρδιώνεις | εγκαρδίωνε | |
γ' ενικ. | εγκαρδιώνει | εγκαρδίωνε | θα εγκαρδιώνει | να εγκαρδιώνει | ||
α' πληθ. | εγκαρδιώνουμε | εγκαρδιώναμε | θα εγκαρδιώνουμε | να εγκαρδιώνουμε | ||
β' πληθ. | εγκαρδιώνετε | εγκαρδιώνατε | θα εγκαρδιώνετε | να εγκαρδιώνετε | εγκαρδιώνετε | |
γ' πληθ. | εγκαρδιώνουν(ε) | εγκαρδίωναν εγκαρδιώναν(ε) |
θα εγκαρδιώνουν(ε) | να εγκαρδιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαρδίωσα | θα εγκαρδιώσω | να εγκαρδιώσω | εγκαρδιώσει | ||
β' ενικ. | εγκαρδίωσες | θα εγκαρδιώσεις | να εγκαρδιώσεις | εγκαρδίωσε | ||
γ' ενικ. | εγκαρδίωσε | θα εγκαρδιώσει | να εγκαρδιώσει | |||
α' πληθ. | εγκαρδιώσαμε | θα εγκαρδιώσουμε | να εγκαρδιώσουμε | |||
β' πληθ. | εγκαρδιώσατε | θα εγκαρδιώσετε | να εγκαρδιώσετε | εγκαρδιώστε | ||
γ' πληθ. | εγκαρδίωσαν εγκαρδιώσαν(ε) |
θα εγκαρδιώσουν(ε) | να εγκαρδιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκαρδιώσει | είχα εγκαρδιώσει | θα έχω εγκαρδιώσει | να έχω εγκαρδιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκαρδιώσει | είχες εγκαρδιώσει | θα έχεις εγκαρδιώσει | να έχεις εγκαρδιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαρδιώσει | είχε εγκαρδιώσει | θα έχει εγκαρδιώσει | να έχει εγκαρδιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαρδιώσει | είχαμε εγκαρδιώσει | θα έχουμε εγκαρδιώσει | να έχουμε εγκαρδιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαρδιώσει | είχατε εγκαρδιώσει | θα έχετε εγκαρδιώσει | να έχετε εγκαρδιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαρδιώσει | είχαν εγκαρδιώσει | θα έχουν εγκαρδιώσει | να έχουν εγκαρδιώσει |
|