εγκάρδιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκάρδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐγκάρδιος < ἐν (εγ-) + καρδία (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική cordial)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eŋˈɡaɾ.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκάρ‐δι‐ος
- παλιότερος συλλαβισμός : εγ‐κάρ‐δι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαεγκάρδιος, -α, -ο
- που γίνεται από καρδιάς, που εκφράζει θερμά συναισθήματα αγάπης και φιλίας
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη καρδιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία εγκάρδιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εγκάρδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας