Ετυμολογία

επεξεργασία
εγκάρδια < εγκάρδιος +

Επίρρημα

επεξεργασία

εγκάρδια

  • με εγκάρδιο τρόπο
    ο οικοδεσπότης καλωσόρισε εγκάρδια τους καλεσμένους του

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία