cordial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- cordial < παλαιά γαλλική cordial < μεσαιωνική λατινική cordialis (από την καρδιά) < λατινική cord (καρδιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈkɔː.di.əl/
- ⓘ
Επίθετο
επεξεργασίαcordial (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcordial (fr)
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαcordial (es)