ευγενικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευγενικός < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική εὐγενικός < εὐγεν(ής) (ευγενής) + -ικός [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.vʝe.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γε‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαευγενικός, -ή, -ό
- που έχει καλούς τρόπους
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ευγενικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας