ευγενέστερος
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ευγενέστερος < συγκριτικός βαθμός του ευγενής αλλά συμπληρώνει και το συγκριτικό του ευγενικός ειδικά για άνθρωπο
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ευγενέστερος, -η, -ο
- που είναι πιο ευγενής, πιο ευγενικός, που έχει πιο καλούς τρόπους, που θεωρείται ότι έχει πιο ευγενές υπόβαθρο, που ασκείται με μεγαλύτερη ευγένεια
- Το μπάσκετ θεωρείται ευγενέστερο άθλημα από το ποδόσφαιρο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ευγενέστερος