ευγενέστερα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ευγενέστερα < συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος ευγενώς αλλά και του ευγενικά
Επίρρημα
επεξεργασίαευγενέστερα και (λαϊκότροπο) ευγενικότερα
- με πιο ευγενικό τρόπο, με μεγαλύτερη ευγένεια
- Άμα του το είχες ζητήσει ευγενέστερα θα σε είχε αφήσει να παίξεις με το παιχνίδι του
- Πρέπει να μιλάς ευγενέστερα, αλλά εσύ νομίζεις ότι πληθυντικό σχηματίζει μόνο το εικοσάρικο κι αυτό περιστασιακά, όταν σου δίνω χαρτζιλίκι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαευγενέστερα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευγενέστερο