ευγένεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευγένεια | οι | ευγένειες |
γενική | της | ευγένειας & ευγενείας |
των | ευγενειών |
αιτιατική | την | ευγένεια | τις | ευγένειες |
κλητική | ευγένεια | ευγένειες | ||
Η λόγια γενική ενικού ευγενείας, σε εκφράσεις όπως πληθυντικός ευγενείας. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐγένεια (ευγενική καταγωγή, ευγένεια πνεύματος), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική noblesse[1]< ευ + -γένεια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈvʝe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐γέ‐νει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευγένεια θηλυκό
- η ιδιότητα του ευγενικού
- ↪ συμπεριφέρεται πάντοτε με ευγένεια, ακόμα και όταν είναι εκνευρισμένος
- η ιδιότητα του ευγενούς, το να ανήκει κάποιος σε αυτή την κοινωνική τάξη
- τίτλος ευγενείας
- (προσφώνηση, παρωχημένο) η ευγένειά σας: ως προσφώνηση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία η ιδιότητα του ευγενικού
η ιδιότητα του ευγενούς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ευγένεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας