Δείτε επίσης: ἀγένεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγένεια οι αγένειες
      γενική της αγένειας των αγενειών
    αιτιατική την αγένεια τις αγένειες
     κλητική αγένεια αγένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγένεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αγενούς, η έλλειψη ευγένειας και καλών τρόπων
      Ως αγένεια συνήθως ορίζεται η συμπεριφορά που παραβιάζει τους γενικώς αποδεκτούς κανόνες αρμόζουσας συμπεριφοράς και μπορεί να εκδηλωθεί από ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής ή μορφωτικού επιπέδου.
    Μαρία Αθανασίου, Η αγένεια είναι άκρως μεταδοτική, Η Καθημερινή, 28 Ιανουαρίου 2020
  2. αγενής λόγος ή πράξη
    παράδειγμα  ήταν μεγάλη αγένεια να φύγετε χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ

Αντώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  • αγένεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)