Δείτε επίσης: ἀγένεια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγένεια οι αγένειες
      γενική της αγένειας των αγενειών
    αιτιατική την αγένεια τις αγένειες
     κλητική αγένεια αγένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγένεια (χαμηλή καταγωγή) < ἀγενής, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bassesse [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈʝe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γέ‐νει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγένεια θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αγενούς, η έλλειψη ευγένειας και καλών τρόπων
  2. αγενής λόγος ή πράξη
    ήταν μεγάλη αγένεια να φύγετε χωρίς ούτε ένα ευχαριστώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία