Ετυμολογία

επεξεργασία
rudeness < rude + -ness

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

rudeness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η αγένεια
    ⮡  Her beauty cannot compensate for her rudeness.
    Η ομορφιά της δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αγένεια της.