παραθετικά
θετικός rude
συγκριτικός ruder
υπερθετικός rudest

  Επίθετο

επεξεργασία

rude (en)

  • αγενής
    ⮡  Will I seem rude if I don’t answer him?
    Θα φανώ αγενής αν δεν του απαντήσω;

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rude rudes

rude (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απότομος, αγενής, κακότροπος
  2. σκληρός, σκαιός
  3. τραχύς

Συγγενικά

επεξεργασία