σκληρός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σκληρός < αρχαία ελληνική σκληρός < σκέλλω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /skli.ˈɾɔs/
- συλλαβισμός : σκλη‐ρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σκληρός, -ή, -ό
- συμπαγής ως προς την κατασκευή ή σύστασή του, που κάμπτεται με δυσκολία
- (μεταφορικά) που φέρεται άσπλαχνα, χωρίς αγάπη, συμπόνια, επιείκεια ή καλοσύνη
- (μεταφορικά) που αντέχει σε κακουχίες και αντιξοότητες
- (μεταφορικά) ανυποχώρητος
- (μεταφορικά) κουραστικός, επαχθής
- (μεταφορικά) επιβλαβής, δυσάρεστος
Επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σκληρός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
Ονομαστική | σκληρός | σκληρά | σκληρόν | σκληροί | σκληραί | σκληρά |
Γενική | σκληροῦ | σκληρᾶς | σκληροῦ | σκληρῶν | σκληρῶν | σκληρῶν |
Δοτική | σκληρῷ | σκληρᾷ | σκληρῷ | σκληροῖς | σκληραῖς | σκληροῖς |
Αιτιατική | σκληρόν | σκληράν | σκληρόν | σκληρούς | σκληράς | σκληρά |
Κλητική | σκληρέ | σκληρά | σκληρόν | σκληροί | σκληραί | σκληρά |
Δυικός | Αρσενικό-Ουδέτερο | Θηλυκό | ||||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | σκληρώ | σκληρά | ||||
Γενική-Δοτική | σκληροῖν | σκληραῖν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σκληρός, -ά (& -ή), -όν