Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκληραίνω < αρχαία ελληνική σκληρύνω + -αίνω

  Ρήμα επεξεργασία

σκληραίνω

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) μετατρέπω κάτι σε σκληρό
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) γίνομαι σκληρός

Κλίση επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία