Ετυμολογία

επεξεργασία

σκληραίνω

  1. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) μετατρέπω κάτι σε σκληρό
  2. (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) γίνομαι σκληρός

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία