Ετυμολογία

επεξεργασία

γίνομαι, στ.μέλλ.: θα γίνω/γινώ/γενώ, π.αόρ.: έγινα/γίνηκα, μτχ.π.π.: γινωμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
  2. αποκτώ μια ιδιότητα
      Έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του.
      "Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
  3. ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι
      Ακόμα να γίνει το φαγητό.
  4. (στο γ πρόσωπο) συμβαίνω
      Αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο.
  5. (στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν
      Γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



γίνομαι

ζητούμενο λήμμα