γίνομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γίνομαι < αρχαία ελληνική γίνομαι και γίγνομαι
ΡήμαΕπεξεργασία
γίνομαι
- λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
- αποκτώ μια ιδιότητα
- έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του
- "Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. (Σώτη Τριανταφύλλου, Η φυγή)
- ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι
- ακόμα να γίνει το φαγητό
- (στο γ πρόσωπο) συμβαίνω
- αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο
- (στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν
- γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γίνομαι Τούρκος: εξοργίζομαι, νευριάζω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
γίνομαι