γίνομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γίνομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γίνομαι < αρχαία ελληνική γίγνομαι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γί‐νο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
γίνομαι, στ.μέλλ.: θα γίνω/γινώ/γενώ, π.αόρ.: έγινα/γίνηκα, μτχ.π.π.: γινωμένος (αποθετικό ρήμα)
- λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
- αποκτώ μια ιδιότητα
- ↪ Έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του.
- ※ "Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
- ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι
- ↪ Ακόμα να γίνει το φαγητό.
- (στο γ πρόσωπο) συμβαίνω
- ↪ Αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο.
- (στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν
- ↪ Γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γίνομαι
Πηγές επεξεργασία
- γίνομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- γίνομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γίνομαι
Πηγές επεξεργασία
- γίνομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- γίγνομαι, γίνομαι - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γίνομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή του γίγνομαι
- σύνθετα: ἐκγίνομαι, ἐπιγίνομαι και συμποτιγίνομαι
- ιωνικός τύπος του γίγνομαι