γίνομαι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γίνομαι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γίνομαι και (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γίγνομαι
ΡήμαΕπεξεργασία
γίνομαι (αποθετικό ρήμα), , στ.μέλλ.: θα γίνω/γινώ/γενώ, π.αόρ.: έγινα/γίνηκα, μτχ.π.π.: γινωμένος
- λαβαίνω υπόσταση, ζωή, ύπαρξη
- αποκτώ μια ιδιότητα
- ↪ έγινε κατακόκκινος από την ντροπή του
- ※ "Μακάρι να γινόμουνα κι εγώ δασκάλα", της έλεγε. ((Σώτη Τριανταφύλλου (2004). Η φυγή [μυθιστόρημα]))
- ετοιμάζομαι, ολοκληρώνομαι
- ↪ ακόμα να γίνει το φαγητό
- (στο γ πρόσωπο) συμβαίνω
- ↪ αυτά έγιναν χτες στο γήπεδο
- (στο γ πρόσωπο ενικού) είναι δυνατόν
- ↪ γίνεται να συναντηθούμε κατά τις τρεις αντί στις δύο που είχαμε πει;
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γίνομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
γίνομαι
- (ελληνιστική κοινή) μεταγενέστερη μορφή γίγνομαι
- σύνθετα: ἐκγίνομαι, ἐπιγίνομαι και συμποτιγίνομαι
- ιωνικός τύπος του γίγνομαι