become
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | become |
γ΄ ενικό ενεστώτα | becomes |
αόριστος | became |
παθητική μετοχή | become |
ενεργητική μετοχή | becoming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαbecome (en)
- γίνομαι, αρχίζω να είμαι κάτι
- ↪ As the day went on, the heat became stronger.
- Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
- ↪ I want to become a translator, that’s why I study three foreign languages.
- Θέλω να γίνω μεταφραστής για αυτό σπουδάζω τρεις ξένες γλώσσες.
- ↪ As the day went on, the heat became stronger.
- (επίσημο) μου πάει (π.χ. ρούχο), μου ταιριάζει