ενεστώτας become
γ΄ ενικό ενεστώτα becomes
αόριστος became
παθητική μετοχή become
ενεργητική μετοχή becoming
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

become (en)

  1. γίνομαι, αρχίζω να είμαι κάτι
    ⮡  As the day went on, the heat became stronger.
    Καθώς προχωρούσε η μέρα, η ζέστη γινόταν μεγαλύτερη.
    ⮡  I want to become a translator, that’s why I study three foreign languages.
    Θέλω να γίνω μεταφραστής για αυτό σπουδάζω τρεις ξένες γλώσσες.
  2. (επίσημο) μου πάει (π.χ. ρούχο), μου ταιριάζει