become
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | become |
γ΄ ενικό ενεστώτα | becomes |
αόριστος | became |
παθητική μετοχή | become |
ενεργητική μετοχή | becoming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
become (en)
ενεστώτας | become |
γ΄ ενικό ενεστώτα | becomes |
αόριστος | became |
παθητική μετοχή | become |
ενεργητική μετοχή | becoming |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
become (en)