Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγίνομαι < αρχαία ελληνική παραγίγνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

παραγίνομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, ξεπερνάω τα όρια
    παραέγινες αυταρχικός και δεν νομίζω ότι θα τα πάμε καλά
  2. (για καρπούς) ωριμάζω σε τέτοιο βαθμό που αρχίζω να χαλάω

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία