αυταρχικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυταρχικός < μεσαιωνική ελληνική αὐταρχικός < ελληνιστική κοινή αὐταρχ(ία) + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autocratique)[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ftaɾ.çiˈkos/
- συλλαβισμός : αυ‐ταρ‐χι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αυταρχικός, -ή, -ό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αυτός και άρχω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αυταρχικός
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.