απολυταρχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απολυταρχικός < απολυταρχία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
απολυταρχικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την απολυταρχία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- απολυταρχικά
- απολυταρχικότητα
- → δείτε τις λέξεις απόλυτος και άρχω
Συνώνυμα επεξεργασία
- (αυταρχικός)
- (δεσποτικός)
Μεταφράσεις επεξεργασία
απολυταρχικός