αυταρχικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυταρχικά < αυταρχικός
Επίρρημα
επεξεργασίααυταρχικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυταρχικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααυταρχικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυταρχικό