δεσποτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
δεσποτικά < δεσποτικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
δεσποτικά
- με δεσποτικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δεσποτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
δεσποτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δεσποτικό
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δεσποτικά ουδέτερο